Ο Κύριος ημών, κι ο "Βουλευτής"


Η ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

Τα τρία σώματα του Γολγοθά αρχίζει να τα περιτυλίγη, μαύρο σάβανο, 
το πέπλο της νύχτας. Δεν πρόφτασε να δύση ο ήλιος της Παρασκευής
και μια ανατριχιαστική σιγαλιά ξεχύθηκε γύρω.
Οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ έρημοι. Τα σπίτια αμπαρωμένα.
Και μόνο σε κάποιο υπερώο ακούγονται πνιγμένα αναφιλητά.
Έτσι γραφόταν ο επίλογος του Πάθους. Και μέσα στον επίλογο
αυτό κινούνται δυό μορφές. Δυό άνθρωποι που τα βάθη τους
τ΄αναμοχλεύει μια βαθειά ανησυχία. Είναι ο Ιούδας και ο Ιωσήφ.
Στον πρώτο η συνείδηση βοά και ελέγχει. Στον άλλο προστάζει και καθοδηγεί.
Ο μαθητής κατηφορίζει τρικλίζοντας τον ολέθριο κατήφορο που
άνοιξε μπροστά του η προδοσία. Ο Βουλευτής ανεβαίνει
θριαμβευτικά στο προσκήνιο της Ιστορίας σαν μια από τις
υπέροχες μορφές του θείου δράματος. Και οι δύο κινούνται.
Πόσο διαφορετικός είναι όμως ο δρόμος που ακολουθεί ο καθένας τους!
Ο Ιούδας είχε τρέξει στο συνέδριο για να πετάξη τα αργύρια
της προδοσίας και να φωνάξη «ήμαρτον, παραδούς αίμα αθώον».
Ο Ιωσήφ ανεβαίνει θαρραλέα τα σκαλοπάτια του Πραιτωρίου
για να ζητήση το πεφιλημένο σώμα του Διδασκάλου.
«Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού».
Και των δύο την φαντασία της πολιόρκησε η θωριά κάποιου ξύλου.
Το ξύλο του Σταυρού για τον ένα, που κρατάει καρφωμένο το θείο Σώμα.
Το ξύλο του ολέθρου για τον άλλο, που από τους κλώνους του
κρέμεται το σχοινί της αυτοκτονίας.
Ο Ιωσήφ ρίχνει πάνω στο Σταυρό την άγκυρα του παναθρώπινου
σεβασμού και της ατομικής σωτηρίας του. Ο Ιούδας κρεμάει επάνω
στη συκιά το βρόχο της αιώνιας κατάρας και της ψυχικήε του απώλειας.
Και όσο οι αιώνες θα γράφουν τον επίλογο του θείου δράματος,
με ανύσταχτο μάτι η ανθρωπότητα θα παρακολουθή τις κινήσεις
των δύο αυτών ανθρώπων. Και με βαθύ σεβασμό θα βλέπη κάτω
από το Σταυρό του Χριστού την υπέροχη μορφή του ευσχήμονος
Βουλευτού, με την σινδόνη την καθαρά και τα αρώματα.
Κάτω δε από τη συκιά, με ανατριχίλα θ΄αντικρύζη αιωρούμενο το
σώμα του Προδότη, με τη φούχτα που κράτησε τα αργύρια
κρουσταλιασμένη. Είναι δύο γιγάντιοι οδοδείχτες: της αθλιότητας
και του μεγαλείου.
Στημένοι στο τέρμα του θείου δράματος και στην αρχή του δρόμου
της ζωής μας, θα προσημαίνουν πάντα το τέρμα που φέρει ο κάθε δρόμος.

Από το βιβλίο «Σκηνές από το Πάθος» του Κωνσταντίνου Κούρκουλα

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις