Σταμάτης Δικησσίδης ο πρεσβύτερος


Ο Ομφαλός, ανοίγει μια νέα σελίδα, στην ιστορία του χωριού, θυμίζοντας στους παλαιότερους, αλλά και ενημερώνοντας τους νεότερους, για συγχωριανούς, των οποίων η πορεία της ζωής, τους έκαναν να ξεχωρίσουν ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Σήμερα, θα ξεκινήσουμε το αφιέρωμα, κάνοντας αναφορά, σε ένα συγχωριανό, που αναγκάστηκε να ταξιδέψει χιλλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σε Νέο Κόσμο και στη Νέα Υόρκη, για να βρει ένα καλύτερο μέλλον, να δημιουργήσει μια καλύτερη ζωή.
Ο Σταμάτης Δικησσίδης, ο πρεσβύτερος, γεννήθηκε το 1880, στις Καλυθιές. Παιδί του Γιάννη Δικησσίδη, μεγάλωσε στο χωριό και ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι, το φθινόπωρο του 1915, κάνοντας πάνω από 4 μήνες, να φτάσει στον προορισμό του, καθώς το πλοίο "Θεσσαλονίκη", έμεινε ακυβέρνητο εν μέσω Ωκεανού, λόγω μηχανικής βλάβης, ρυμουλκήθηκε από διερχόμενο πλοίο και τελικά έφτασε στο νησί  Έλλις, καθώς στο νησί που στέκεται αγέρωχο το άγαλμα της ελευθερίας, γράφονταν, όλοι οι μετανάστες που έφταναν στη Αμερική. " Αναχωρήσας εκ Ρόδου 25 Οκτωβρίου 1915 και χαιρετίσας τον Κολόμβον, Ιανουάριο 1, του 1916, όπως χαραχτηριστικά αναφέρει στο βιβλίο του". Το "ατύχημα" του πλοίου, κατά κάποιο τρόπο, ήταν κι η αιτία, να προλάβει αλλά και να εμπνευστεί να γράψει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, με τίτλο "Το ναυάγιο" το οποίο, μαζί και με τα άλλα δύο που έγραψε κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του," Ο βίος των μεταναστών" και " Ο καϋμός της ξενιτιάς"  τύπωσε και εξέδωσε σε τυπογραφείο της Νέας Υόρκης με το όνομα "Ο τύπος". Σήμερα, ξεκινώντας το αφιέρωμα στον Σταμάτη Δικησσίδη τον πρεσβύτερο, αναρτούμε ένα δείγμα γραφής, από τον "Βίο των μεταναστών", με την υπόσχεση, να υπάρξουν κι άλλες αναρτήσεις των ποιημάτων του. Υπόψιν, πως ο Κος Σταμάτης, δεν έβγαλε τη 2α Δημοτικού.
Μη με παρεξηγήσετε, αν έκαμα και σφάλμα, αν δεν εστιχοσύνθεσα που και 
καμιάν αράδα., 
όλη τη μέρα στη δουλειά, κορμί ετυρρανούσα, το βράδι στίχους έγραφα, τα μάτια αγρυπνούσα.
Γραμματικήν, δεν έμαθα,
να ξεύρω τους συνδέσμους, να τους ταιριάζω εύμορφα, τους στίχους να συνδέσω.
Και να με συμπαθήσετεόσοι με αναγνώστε, που δεν τα γράφω Ελληνικά, συγχώρησι μου δώστε.
Χωριάτης είμαι βρε παιδιά,  
χωριάτικα τα γράφω και σε χωριό αναθράφηκα, γράμματα πως να μα΄θω.
Σας δίδω το δικαίωμα, αδέλφια μετανάσται, διαβάσετε τον βίο σας κι έπειτα μ΄απαντάτε.
Άν ίσως καταλάβετε παιδιά μου πως ψευτίζω
ότι πως δήθεν ψέμματα τον βίο μου συστίζω, όσοι στο Γούτλα βρίσκεστα, στο Γούτλα θα με βρείτε,
αν είναι καθημερινή και θε να με ζητάτε,
κάτω στο εργαστάσιο, δίπλα που το ποτάμι
(Χατ-Χιλ) ονομάζεται και τενεκέδες κάμνει.
Αν με ζητήσει και κανείς, δήθεν να με προσβάλλη,
πως ότι έγραψα ψευτιές, να στείλω στο Λεβάντη, να έρθει στο εργοστάσιο, εκεί να με ζητήσει,
στο μέρος που εργάζομαι, δέκα τέσσαρα γράφω.
Έχω μπροστά μου μηχανή, ανεβοκατεβαίνει, και γω βάζω τον τενεκέ, κι η μαχανή τον κόβει.
Δίπλα μου δυό αγάλματα, στέκονται περιμένουν, αν δεν προσέξεις, χάθηκες, αμέσως σε πλακώνουν.
Οπίσω μου έχει φωτιές, σίδερα κοκκινίζουν, έχει φούρνους αμέτρητους και τακτικά καπνίζουν.
Εκεί παιδιά θα θα στέκομαι, εκεί θε να μ΄ευρείτε, αλλά προσέξατε καλά, για να μη γελαστείτε.
Μέσα στο βιβλιάριον ζωγραφισμένος είμαι,
τον ίδιο μη γυρεύετε, θα πείτε, αυτός δεν είναι.
Δε θα φορώ φορέματα, όπως στη ζωγραφιά μου, κουρελιασμένα θα φορώ, επάνω στη δουλειά μου, λερά θα ΄χω φορέματα, σχισμένα θα τα έχω, όπου κι αν πάω και διαβώ, σε τενεκέδες πλέκω.
Το πρόσωπό μου βρε παιδιά, μαύρο θα το ιδήτε, μη βλέπετε τη ζωγραφιά, γιατί θα γελαστείτε.
Από τους φούρνους τους πολλούς, όπου συχνά καπνίζουν, τα μούτρα και τα σωθικά, των εργατών μαυρίζουν.
Μαύρος θα΄μαι στο πρόσωπο, μαύρος σαν το αράπη, αγνώριστος θα φαίνουμαι, όπου θα με ζητάει.
Αν ίσως και δεν είμαι εκεί, αλλού ζητάτε εμένα, εις το Αιγαίον Πέλαγος, Ρόδος και Καλλιθέα. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις