Τα δάκρυα του Γκάλη


                                                 Μεγαλώνωντας με τον Γκάλη
Του Γιώργου Καρελιά protagon
Όταν ήρθε ο Γκάλης στην Ελλάδα (1979), το μπάσκετ είχε μεν «μικρή διείσδυση» (έτσι δεν το λένε;) στους φιλάθλους, αλλά δεν ήταν και άγνωστο. Κυριαρχούσε το ποδόσφαιρο ναι, αλλά ποιος δεν ήξερε για την ΑΕΚ, που είχε πάρει το πρώτο Ευρωπαϊκό κύπελλο το 1968; Όλοι ξέραμε τον Κολοκυθά, τον Αμερικάνο, τον Τρόντζο, τον Ζούπα.
Αλλά και μετά τον Γκάλη (σταμάτησε το 1994), το μπάσκετ δεν χάθηκε. Απογειώθηκε. Είχε περισσότερες Ευρωπαϊκές διακρίσεις και σε συλλογικό (με Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό) και σε εθνικό επίπεδο (πρώτη ξανά στην Ευρώπη το 2005, δεύτερη στον κόσμο το 2006).
Τότε, γιατί το μπάσκετ χωρίζεται σε περιόδους προ και μετά Γκάλη; Γιατί τότε λέγαμε «ποιος είσαι, ρε μεγάλε, ο Γκάλης;», όταν θέλαμε να ενθαρρύνουμε κάποιον που είχε μεγάλη υπομονή και πετύχαινε αυτό έβαζε στόχο; Γιατί ο παντελώς άσχετος με τα αθλητικά πατέρας μου, που από το 1987 και μετά άρχισε να χαζεύει τον Γκάλη στην τηλεόραση, έλεγε «αυτός μάλιστα, δεν γελάει, δεν πανηγυρίζει πολύ και βάζει πολλά γκολ»; Γιατί ο εγγονός του, που γεννήθηκε μετά την αποχώρηση του Γκάλη και έχει δει ομαδάρες και παιχταράδες, λέει κάθε φορά «κανένας δεν παίζει σαν τον Γκάλη;».
Το 1979, όταν ο Γκάλης ήρθε από την Αμερική και πήγε στον Άρη, δεν το πολυκαταλάβαμε. Κάτι διαβάσαμε, αλλά μεγάλη σημασία δεν δώσαμε. Ισως και να σκεφθήκαμε «σιγά, μωρέ, το Αμερικανάκι»! Πολύ μετά, όταν ο Άρης άρχισε να σαρώνει τους τίτλους (είχε πάει κι ο Γιαννάκης), ως γνήσιος γαύρος κατάλαβα τι είχαμε χάσει.
Όμως, περιέργως, δεν θυμάμαι ποτέ να θύμωσα επειδή ο Άρης νικούσε τον Ολυμπιακό (ούτε θυμάμαι αν οι βάζελοι θύμωναν που τους νικούσε). Μπορεί αυτοί οι «βόρειοι», Αρειανοί και ΠΑΟΚτσήδες, να είχαν τα δικά τους (όπως τα έγραψε χτες ο Γιαννακίδης), αλλά εμείς εδώ κάτω απολαμβάναμε να χαζεύουμε τον Γκάλη (κι αυτός να μας χαζεύει). Ζηλεύαμε, ναι. Αλλά ούτε θυμός, ούτε κανένα μίσος. Σε αντίθεση με ό,τι γινόταν στο ποδόσφαιρο, ο Άρης δεν προκαλούσε μίσος στους «νότιους». Πόσω μάλλον ο Γκάλης. Θαυμασμό και ζήλια, ναι. Που δεν τον είχαμε.
Αλλά είχαμε τον Γκάλη της Εθνικής. Τον «κοντοστούπη» (1.85 ύψος) που, τριαντάρης πια, κατάφερε να περάσει μέσα από πέντε Σοβιετικούς γίγαντες, να σταθεί μερικά δέκατα του δευτερολέπτου παραπάνω στον αέρα και να βάλει ένα «απίθανο» (οι λέξεις έχαναν το νόημά τους στην περίπτωσή του) καλάθι. Ψάξτε αυτήν τη φάση του 1987, θυμηθείτε και νοσταλγήστε οι παλιότεροι, μάθετε οι νεότεροι.
Συνειδητά ή ασυνείδητα ο Γκάλης, αυτό το 22χρονο Αμερικανάκι του 1979, έμελλε να γίνει σημείο αναφοράς για δυο δεκαετίες. Ταλέντο, σκληρή δουλειά, επαγγελματισμός. Σοβαρότητα, πείσμα, πάθος (που μπορεί να φαινόταν ψυχρότητα), επιτυχία, απογείωση.
Τέλη της δεκαετίας του ΄90, βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη για δουλειά, μάλλον για μια από εκείνες τις μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις. Πρωί Κυριακής περπατάω στην παραλιακή. Και ξαφνικά σε μια από τις καφετέριές της βλέπω τον Γκάλη. Κάθεται σε ένα τραπέζι, δεν θυμάμαι τι πίνει, έχει μπροστά του μια-δυο αθλητικές εφημερίδες. Κάθομαι παραδίπλα και τον παρακολουθώ. Όταν άρχισαν να φτάνουν κι άλλοι πελάτες, ο Γκάλης σηκώνεται, χαιρετάει τον σερβιτόρο, μπαίνει στο αυτοκίνητό του και φεύγει. Μόνος. Η σκηνή θα μου μείνει αποτυπωμένη για πολλά χρόνια.
Ο Νίκος Γκάλης ήταν μοναχικός τύπος. Δεν ξέρω αν αισθανόταν μοναξιά ή αν αυτός ήταν ο τρόπος της ζωής του. Μου άρεσε που δεν μιλούσε πολύ. Μετρημένες οι συνεντεύξεις του. Όχι μόνο τότε που έπαιζε. Αλλά και μετά. Δεν σπαταλούσε το ταλέντο, το χρόνο, τη δουλειά του. Επαγγελματισμός και μοναχικότητα. Δυο λέξεις που περιγράφουν καλύτερα τον αθλητή και άνθρωπο Γκάλη.
Κάποιοι τον έβρισκαν ψυχρό. Δεν είχε αυτό το αυθόρμητο και συγκινησιακό του Γιαννάκη. Ο ίδιος ξέρει πώς αισθανόταν μετά από κάθε θρίαμβο. Κι ας μην το εκδήλωνε όπως οι άλλοι.
«Ηταν η μεγαλύτερη επιτυχία σου;», τον ρώτησε ο Βασίλης Σκουντής έπειτα από έναν νικηφόρο αγώνα του Eurobasket του '87. «Ναι, η μεγαλύτερη μέχρι το επόμενο παιχνίδι», απάντησε. Τότε ήταν 32.Χτες το βράδυ ήταν η μεγαλύτερη στιγμή του ανθρώπου Γκάλη. Γιατί ξέρει ότι «επόμενο παιχνίδι» δεν υπάρχει. Ίσως γι’ αυτό τον είδαμε -για πρώτη και τελευταία(;) φορά- να δακρύζει. Σήμερα είναι 56.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις