Το καντήλι της Χώρας θα ανάψει;

Καθόταν και κοίταζε την πλατεία, νύχτα προχωρημένη, οι ευζώνοι στη θέση τους, το κρύο κρύο, τα φώτα των αυτοκινήτων περνούσαν μπροστά από τον άγνωστο στρατιώτη, οι περαστικοί πάντα βιαστικοί, κουκουλωμένοι, και κείνος όρθιος στα κάγκελα που χώριζαν την πλατεία απ' το μνημείο, στεκόταν σα Γιαπωνέζος τουρίστας, σαν να χάζευε την αλλαγή της φρουράς... Το τσαρούχι στον αέρα, επ’ ωμού, μεταβολή και όλα τα σχετικά. Εν-δυο, εν-δυο, με το βλέμμα ο συνοδός αξιωματικός, μα εκείνος είδε, ή του φάνηκε πως είδε, το τρομερό γεγονός, τη γρουσουζιά να διαγράφεται λίγο πριν μπει ο χρόνος... μπροστά του, κάτω απ' το μέγαρο που αποφάσιζαν οι πατέρες του έθνους, το ανάγλυφο σε πεντελικό μάρμαρο ενός στρατιώτη, που φορά μονάχα την περικεφαλαία και τις περικνημίδες του, ενός δηλαδή πολεμιστή, ενός νεκρού πολεμιστή, τεντωμένου ανάσκελα με τη νεκρική ακαμψία, και ακριβώς κάτω του, εκείνο το ταπεινό καντήλι.
Το καντηλάκι της μάνας, το καντήλι που δεν σβήνει ποτέ, αυτή ήταν η γρουσουζιά, λίγο πριν μπει ο καινούργιος χρόνος, το καντήλι σβηστό! μήπως δεν έβλεπε καλά; δεν μπορεί, το καντήλι είναι πια ηλεκτρικό. Πάντα υπάρχει φως... Δεν είναι δυνατόν να το αφήσουν σβηστό... Είναι σαν να σβήνεις την Ολυμπιακή φλόγα... Σαν να σβήνεις τη λαμπάδα πριν δώσεις το άγιο φως τη νύχτα της Ανάστασης... Αντέδρασε αυθόρμητα, έπρεπε να τους προειδοποιήσει, να τους πληροφορήσει, να διαμαρτυρηθεί, μα κανείς δεν το έβλεπε, παραμέρισε τα κάγκελα, και προχώρησε προς τον υπαξιωματικό που στεκόταν... "Το καντήλι!... λοχία, το καντήλι!"... Δεκανέας ήταν το παλικάρι αλλά πού να διακρίνεις τις σαρδέλες μέσα στο σκοτάδι... "το καντήλι, ρε παιδιά! δεν μπορεί να είναι σβηστό, κάντε κάτι, το καντήλι της χώρας έσβησε... ρε παιδιά..." φώναζε, μα η γιορτή φώναζε πιο δυνατά.
Τα λαμπιόνια απ' το καινούργιο καράβι του Δημάρχου ήταν τόσο φωτεινά, η γιορτή της αγάπης ήταν δυνατή, φωνασκούσε και χόρευε στις καρδιές των ανθρώπων, πού να δεις εκείνο το καντηλάκι που έσβησε, άσε που και να στο λέγανε δεν το πίστευες, εσύ άκουγες μέσα στ’ αυτιά σου να ηχεί το εμβατήριο "Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει"... Έτσι και το φως... Το φως ποτέ δεν σβήνει... Έλα, όμως, που κάτι έγινε, ένα βραχυκύκλωμα, μια διακοπή ή το πιο απλό: κάηκε η λάμπα, ρε παιδιά, έφτασε ο καιρός της και κάηκε η λάμπα, κάποιος πρέπει να φροντίσει να την αλλάξει, κάποιος πρέπει να φροντίσει αυτή τη χώρα να μη μείνει στο σκοτάδι η ελπίδα της, εκείνο το μικρό φωτάκι που ταπεινά φωτίζει έναν ταπεινό στρατιώτη, ρε παιδιά, όχι στρατηγό, αρχιστράτηγο, βασιλιά, έναν ταπεινό πεζικάριο νεκρό, αυτό το φωτάκι κάποιος πρέπει να το κρατήσει αναμμένο τον νέο χρόνο, κάποιος πρέπει να ανάψει το φωτάκι του Άγνωστου Στρατιώτη, του άγνωστου βιοπαλαιστή, του άγνωστου και ανώνυμου άστεγου, ανέστιου, του άγνωστου παιδιού που δεν πήρε δώρο τα Χριστούγεννα, του άγνωστου νεαρού που θ' αλλάξει αυτόν τον χρόνο με ένα δεκάευρο στο πορτοφόλι, της άγνωστης πιτσιρίκας που θα διαβάσει και θα καταλάβει για πρώτη φορά το «κοριτσάκι με τα σπίρτα», του άγνωστου συνταξιούχου που θα ανάψει το μαγκάλι σήμερα, με τον κίνδυνο να μην ξυπνήσει αύριο, κάποιος πρέπει να ανάψει το καντήλι της χώρας...
protagon

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις