Ο πειρασμός της εξουσίας

Στις 18 Δεκεμβρίου του 2011 άφησε την τελευταία του πνοή ο Βάτσλαβ Χάβελ, λογοτέχνης, πρωτεργάτης της "βελούδινης επανάστασης" και μετέπειτα πρόεδρος της Τσεχίας. Με αφορμή το θάνατό του, διάβασα και μετάφρασα έναν λόγο που εκφώνησε ο Χάβελ στη Δανία το 1991, όταν τιμήθηκε με το βραβείο Sonning, έναν τίτλο τιμής που απονέμεται κάθε δύο χρόνια σε προσωπικότητες με εξέχουσα συνεισφορά στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό..... 
Ο λόγος τιτλοφορείται "ο πειρασμός της εξουσίας", και θα έπρεπε να εκφωνείται κάθε πρωί στη Βουλή, αντί προσευχής. Το βραβείο με το οποίο τιμούμαι απόψε, συνήθως δίνεται σε διαννοούμενους, όχι σε πολιτικούς. Προφανώς, ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που μπορούν να χαρακτηριστούν διαννοούμενοι, αλλά ταυτόχρονα, η μοίρα αποφάσισε να βρεθώ -κυριολεκτικά εν μία νυκτί- και σε αυτό που ονομάζεται κόσμος της υψηλής πολιτικής.
Με την άδειά σας, θα ήθελα να εκμεταλλευτώ αυτή την εμπειρία μου και να κάνω την κριτική μου, ως διαννοούμενος, στο φαινόμενο της εξουσίας όπως έχω μπορέσει να το παρατηρήσω ως τώρα εκ των έσω, και ιδιαίτερα στη φύση του πειρασμού που η εξουσία αντιπροσωπεύει.
Ποιος είναι ο λόγος που οι άνθρωποι ποθούν την πολιτική εξουσία, και γιατί, όταν την αποκτούν, δυσκολεύονται να την αποχωριστούν;
Κατά πρώτο λόγο, οι άνθρωποι οδηγούνται στην πολιτική από ιδέες για έναν καλύτερο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, από πίστη σε συγκεκριμένες αξίες και ιδανικά -καλώς ή κακώς εννοούμενα- και από την ακατανίκητη επιθυμία τους να πολεμήσουν για αυτές τις ιδέες και να τις κάνουν πραγματικότητα.
Κατά δεύτερο λόγο, πιθανότατα κινητοποιούνται από τη φυσική ανάγκη κάθε ανθρώπου για αυτοεπιβεβαίωση. Υπάρχει πιο δελεαστικός τρόπος επιβεβαίωσης της ύπαρξης και της αξίας κάποιου από την πολιτική εξουσία; Στην ουσία, η εξουσία επιτρέπει σε όσους την αποκτούν να αφήσουν το σημάδι τους στον κόσμο με την πιο ευρεία δυνατή έννοια και να απολαύσουν το σεβασμό που κάθε πολιτική θέση προσφέρει σχεδόν αυτόματα σε όποιον την κατέχει.
Κατά τρίτο λόγο, πολλοί άνθρωποι ποθούν την πολιτική εξουσία και αρνούνται να την αποχωριστούν, εξ αιτίας των πολλών προνομίων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ζωής ενός πολιτικού -ακόμα και στις πιο δημοκρατικές συνθήκες.
Αυτές οι τρεις κατηγορίες, όπως έχω παρατηρήσει, πάντα περιπλέκονται μεταξύ τους και πολλές φορές είναι σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς ποια από αυτές κυριαρχεί. Για παράδειγμα, οι δύο τελευταίες κατηγορίες συνήθως κρύβονται κάτω από την πρώτη. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ μου πολιτικό που να μπορεί να παραδεχτεί στον κόσμο, ή έστω στον εαυτό του, πως θέτει υποψηφιότητα μόνο και μόνο για αυτοεπιβεβαίωση, ή επειδή θέλει να απολαύσει τα προνόμια της πολιτικής εξουσίας. 
Αντίθετα, όλοι επαναλαμβάνουμε συνεχώς πως δεν μας ενδιαφέρει η ίδια η εξουσία, αλλά άλλες, γενικές αξίες, και πως κίνητρό μας είναι η αίσθηση ευθύνης προς την κοινωνία. 
Συνήθως, μόνο ο Θεός ξέρει εάν αυτό είναι αλήθεια ή εάν είναι απλά ένας όμορφος τρόπος για να δικαιολογήσουμε στον κόσμο και τον εαυτό μας τον πόθο μας για την εξουσία και την ανάγκη μας να επιβεβαιώσουμε την αξία της ύπαρξής μας μέσω αυτής.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, επειδή αυτή η ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση δεν είναι κάτι το κατακριτέο. Είναι ανθρώπινο ένστικτο, και μου είναι αδύνατο να φανταστώ κάποιο ανθρώπινο ον που δεν αποζητά την αναγνώριση και την αποδοχή.
Είμαι από τους ανθρώπους που βλέπουν την πολιτική τους θητεία ως έκφραση του αισθήματος ευθύνης, ακόμη και ως ένα είδος θυσίας. Όσο όμως παρατηρώ άλλους πολιτικούς, τους οποίους γνωρίζω καλά και που διατείνονται ακριβώς τα ίδια, νιώθω την ανάγκη να αυτο-ελέγχομαι ξανά και ξανά, και να θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα: μήπως αρχίζω να εξαπατώ τον εαυτό μου; Μήπως υποσυνείδητα ενδιαφέρομαι περισσότερο για μια ανομολόγητη επιθυμία επιβεβαίωσης, παρά για την αγνή προσφορά και για το καλό του συνόλου; Με λίγα λόγια, έχω αρχίσει να υποπτεύομαι τον εαυτό μου. Πιο συγκεκριμένα, η έως τώρα εμπειρία μου με την πολιτική και τους πολιτικούς με ωθεί να έχω αυτές τις υποψίες. Στην πραγματικότητα, κάθε νέα διάκριση που λαμβάνω με κάνει και πιο καχύποπτο.
Η τρίτη κατηγορία -η επιθυμία των πλεονεκτημάτων που έρχονται με την εξουσία, ή απλά η συνήθεια αυτών των πλεονεκτημάτων- χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πόσο διαβολικοί είναι οι πειρασμοί της εξουσίας, ιδιαίτερα στη σφαίρα της πολιτικής. Αυτό είναι καλύτερα παρατηρήσιμο σε όσους από εμάς αποκτούν πολιτική εξουσία για πρώτη φορά. Σε ανθρώπους που μέχρι πρότινος κατηγορούσαμε τους ισχυρούς επειδή απολάμβαναν προνόμια που τους απομάκρυναν από την κοινωνία, και που τώρα πλέον βρισκόμαστε οι ίδιοι στη θέση τους.
Λίγο-λίγο, ακούσια αλλά επικίνδυνα, αρχίζουμε να θυμίζουμε τους ποταπούς προακτόχους μας. Μας ενοχλεί, μας αναστατώνει, αλλά ανακαλύπτουμε πως απλά δεν μπορούμε -ή δεν ξέρουμε τον τρόπο- να το σταματήσουμε.
Θα σας δώσω μερικά παραδείγματα.
Θα ήταν εντελώς παράλογο, ένας Υπουργός να χάσει κάποια συνεδρίαση της Βουλής για κάποιον νόμο που θα επηρεάσει την χώρα για δεκαετίες, απλώς επειδή είχε πονόδοντο και έπρεπε να περιμένει τη σειρά του στο οδοντιατρείο. Έτσι -για το καλό της χώρας- κανονίζει να δει έναν ειδικό οδοντίατρο, χωρίς να χρειαστεί να περιμένει.
Προφανώς θα ήταν παράλογο, ένας πολιτικός να χάσει μια σημαντική συνάντηση με έναν ξένο συνάδελφο, απλώς επειδή το λεωφορείο άργησε. Έτσι, έχει κρατικό αυτοκίνητο και σωφέρ.
Προφανώς θα ήταν παράλογο, ένας πρόεδρος ή πρωθυπουργός να χάσει μια τέτοια συνάντηση, απλώς επειδή κόλλησε στην κίνηση, έτσι το αυτοκίνητό του έχει το δικαίωμα να προσπερνάει ή να παραβιάζει το κόκκινο και η τροχαία το ανέχεται.
Προφανώς θα ήταν παράλογο, ένας πολιτικός να χάνει πολύτιμο χρόνο ιδρώνοντας πάνω από έναν φούρνο για να μαγειρέψει στο γραφείο του για έναν ομόλογό του που έρχεται από το εξωτερικό. Έτσι, έχει προσωπικό μάγειρα και σερβιτόρους.
Προφανώς θα ήταν παράλογο, ο μάγειρας του προέδρου να πρέπει να γυρίζει τα κρεοπωλεία σαν κανονικός οικοδεσπότης σε μια μετασοσιαλιστική χώρα, αναζητώντας κρέας αρκετά καλό για τον σημαντικό καλεσμένο του. Έτσι, γίνονται ειδικές παραλαβές προμηθειών για τους πολιτικούς και τους μάγειρές τους.
Προφανώς θα ήταν παράλογο, ένας πρόεδρος να πρέπει να ψάχνει στον τηλεφωνικό κατάλογο για έναν αριθμό, και μετά να καλεί ξανά και ξανά μέχρι να πιάσει γραμμή (σ.σ.: μιλάμε για την Τσεχία του 1991, μην ξεχνάτε). Έτσι, είναι λογικό να έχει έναν βοηθό για αυτό.
Συνοψίζοντας: πηγαίνω σε ειδικό γιατρό, δε χρειάζεται να οδηγώ ο ίδιος, ο σωφέρ μου δε χρειάζεται να κολλάει στην κίνηση του κέντρου της Πράγας. Δε χρειάζεται να μαγειρεύω και να ψωνίζω ο ίδιος και δε χρειάζεται να κάνω ο ίδιος τα τηλεφωνήματά μου.
Με άλλα λόγια, βρίσκομαι σε έναν κόσμο γεμάτο προνόμια, εξαιρέσεις και διευκολύνσεις. Στον κόσμο των VIP που σταδιακά ξεχνούν πόσο κοστίζει το βούτυρο ή το εισιτήριο του λεωφορείου, πώς να οδηγούν αυτοκίνητο και πως να κάνουν ένα τηλεφώνημα. Βρίσκομαι στο κατώφλι του κόσμου των βολεμένων κομμουνιστών που κατέκρινα σε όλη μου τη ζωή.
Και το χειρότερο από όλα, είναι πως όλα αυτά έχουν μια αλεξίσφαιρη λογική: θα ήταν γελοίο να χάσω μια συνάντηση μεγάλης σημασίας για τη χώρα, επειδή έπρεπε να σπαταλήσω τον προεδρικό μου χρόνο στην αίθουσα αναμονής του οδοντιάτρου, περιμένοντας στην ουρά του χασάπη, προσπαθώντας να πιάσω γραμμή ή προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρω ταξί στην Πράγα ενώ προφανώς δεν είμαι από τη Δύση άρα δεν έχω δολλάρια.
Αλλά σε ποιο σημείο σταματάει η λογική και η αντικειμενική ανάγκη, και ξεκινάνε οι δικαιολογίες; Πού σταματάει το ενδιαφέρον για τη χώρα και ξεκινά η αγάπη για τα προνόμια; Είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τη στιγμή που σταματάμε να ενδιαφερόμαστε για τη χώρα -για χάρη της οποίας ανεχόμαστε όλα αυτά τα προνόμια- και αρχίζουμε να ενδιαφερόμαστε για τα προνόμια καθεαυτά, χρησιμοποιώντας τη θέση μας ως άλλοθι;
Ανεξάρτητα από την αγνότητα των αρχικών του προθέσεων, οποιοσδήποτε βρίσκεται σε θέση εξουσίας χρειάζεται μεγάλο απόθεμα αυτογνωσίας και δυνατότητα αποστασιοποίησης για να αναγνωρίσει αυτή τη στιγμή. Προσωπικά, δίνω μια συνεχή και αρκετά ανεπιτυχή μάχη με τα προνόμια που απολαμβάνω, και δεν τολμώ να πω πως αναγνωρίζω πάντα καθαρά τη στιγμή. Η συνήθεια σε κάνει, χωρίς να το καταλαβαίνεις, να χάνεις την ικανότητα σωστής κρίσης.
Η θέση μου με κάνει μονίμως καχύποπτο απέναντι στον εαυτό μου. Και έχω μεγαλύτερη κατανόηση προς όλους αυτούς που αρχίζουν να χάνουν τη μάχη με τους πειρασμούς της εξουσίας. Προσπαθώντας να πείσουν τους εαυτούς τους πως απλώς υπηρετούν την πατρίδα τους, τελικά πείθονται μόνο για την προσωπική τους τελειότητα και θεωρούν όλα αυτά τα προνόμια δεδομένα.
Υπάρχει κάτι επικίνδυνο, ψεύτικο και ομιχλώδες στον πειρασμό της εξουσίας. Από τη μία πλευρά, η πολιτική εξουσία σου δίνει την θαυμάσια ευκαιρία να επιβεβαιώνεις, μέρα με τη μέρα, πως πραγματικά υπάρχεις, πως η ύπαρξή σου, κάθε λέξη και πράξη σου, αφήνει εμφανή σημάδια στον κόσμο γύρω σου. Από την άλλη, μέσα σε αυτή την ίδια εξουσία και όσα αυτή συνεπάγεται, κρύβεται ένας τρομακτικός κίνδυνος: η εξουσία, προσποιούμενη πως επιβεβαιώνει την ύπαρξη και την ταυτότητά μας, τελικά να μας τις αφαιρεί.
Κάποιος που ξεχνά πώς να οδηγεί ένα αυτοκίνητο, να ψωνίζει, να φτιάχνει καφέ και να κάνει τηλεφωνήματα, δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που κάποτε τα έκανε όλα αυτά. Κάποιος που δεν είχε χρειαστεί ποτέ να κοιτάξει κατάματα έναν τηλεοπτικό φακό και τώρα πλέον κάθε κίνησή του μαγνητοσκοπείται, δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήταν κάποτε.
Γίνεται αιχμάλωτος της θέσης του, των προνομίων του, του γραφείου του. Αυτό που φαίνεται να επιβεβαιώνει την ταυτότητά του -και άρα την ύπαρξή του-, ουσιαστικά του τις στερεί και τις δύο. Δεν είναι πλέον κύριος του εαυτού του, επειδή ελέγχεται από κάτι άλλο: από τη θέση του και τα συνεπακόλουθα, τις πτυχές και τα προνόμια αυτής.
Υπάρχει κάτι το θανατηφόρο σε αυτόν τον πειρασμό. Κάτω από το μανδύα της υπαρξιακής αυτοεπιβεβαίωσης, η ίδια η ύπαρξη απαλλοτριώνεται και νεκρώνεται. Το άτομο μετατρέπεται σε μια πέτρινη προτομή του εαυτού του. Η προτομή μπορεί να επιτείνει την αιώνια σπουδαιότητα και φήμη του ατόμου, αλλά δεν παύει να είναι απλά ένα κομμάτι νεκρής πέτρας.
Ο Kierkegaard έγραψε το «Ασθένεια προς θάνατον». Επιτρέψτε μου να παραφράσω τον άξιο συμπατριώτη σας και να πω «Εξουσία προς θάνατον».
Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από όλα αυτά;
Σίγουρα όχι πως δεν πρέπει να ασχολούμαστε με την πολιτική, θεωρώντας την ανήθικη εξ ορισμού. Το τι ακολουθεί, είναι κάτι διαφορετικό. Η πολιτική είναι ένα πεδίο ανθρώπινης δραστηριότητας που ασκεί ιδιαίτερη πίεση στην ηθική, στην ικανότητα αυτοκριτικής, στην αίσθηση υπευθυνότητας, στην κατανόηση των άλλων, στην αίσθηση μέτρου και στην ταπεινότητα όσων εμπλέκονται με αυτήν. Είναι μία δουλειά για ταπεινούς ανθρώπους, για ανθρώπους που δεν παρασύρονται εύκολα.
Αυτοί που λένε πως η πολιτική είναι μια βρώμικη δουλειά, μας λένε ψέμματα. Η πολιτική είναι ένα είδος δουλειάς που απαιτεί ιδιαίτερα καθαρούς ανθρώπους, επειδή όσοι ασχολούνται με αυτήν είναι ιδιαίτερα εύκολο να σπιλωθούν ηθικά. Τόσο εύκολο, που όσοι δε βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση, μπορεί να το πάθουν χωρίς καν να το καταλάβουν.
Η πολιτική, λοιπόν, πρέπει να ασκείται από ανθρώπους έτοιμους να αντιμετωπίσουν την ομιχλώδη υπόσχεση της αυτοεπιβεβαίωσης που αυτή συνεπάγεται.
Δεν έχω ιδέα αν είμαι ένας τέτοιος άνθρωπος. Ξέρω μόνο πως, από τη στιγμή που δέχτηκα αυτή τη θέση, οφείλω να είμαι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις