Μια Ροδίτισσα επιχειρηματίας διεκδικεί την κυριότητα 10 επαγγελματικών σκαφών
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου προσέφυγε με αγωγή αδικοπραξίας μια κάτοικος της Ρόδου κατά ενός κατοίκου Καλυθιών, ζητώντας να αναγνωριστεί ως κύρια και νομέας 10 επαγγελματικών σκαφών και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει αποζημίωση ύψους 178.719,95 €, για την αποκατάσταση της περιουσιακής και ηθικής της βλάβης.
Σύμφωνα με την αγωγή, που χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Μ. Τσέρκης, η ενάγουσα συνήψε με τον εναγόμενο μία άτυπη συμφωνία, ιδιόρρυθμης μεταξύ τους εταιρείας, κατά την οποία συμφώνησαν να λειτουργεί στο όνομά της μία επιχείρηση σκαφών αναψυχής, τα οποία ανήκαν στην κυριότητά της, με προσωπική εργασία από τον εναγόμενο, εισφορά από πλευράς της των σκαφών ιδιοκτησίας της, διαχείριση της επιχείρησής στο όνομά της αλλά με τη διενέργεια όλων των διαχειριστικών πράξεων από εκείνο, θέτοντας, όπου απαιτείτο, το δικό της όνομα, πληρωμή όλων των υποχρεώσεων από τη λειτουργία της επιχείρησης από αυτόν, ενώ είχε συμφωνηθεί ότι από τα κέρδη που θα προέκυπταν μετά την εξόφληση όλων των υποχρεώσεων ποσοστό 60% αυτών θα αποδίδονταν σε εκείνην, και 40% θα κρατούσε ο εναγόμενος.
Όπως ισχυρίζεται, η διαχείριση της επιχείρησης γινόταν αποκλειστικά από τον εναγόμενο, ενώ η ίδια το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απουσίαζε από τη Ρόδο, καθώς διέμενε μόνιμα και εργαζόταν στη Θεσσαλονίκη.
Στην πορεία όμως λειτουργίας αυτής της επιχείρησης, δημιουργήθηκαν μεγάλες οικονομικές υποχρεώσεις, προς τρίτους, μεταξύ των οποίων και στο Δημόσιο, στο Δήμο κλπ, οι οποίες βάρυναν εκείνη, αφού η επιχείρηση λειτουργούσε στο δικό της όνομα.
Μετά από προτροπή και πίεση του εναγομένου, όπως διατείνεται, χωρίς να την ενημερώσει για την πραγματική κατάσταση, ο οποίος ήθελε να αποφύγει τυχόν αναγκαστική εκτέλεση τρίτων δανειστών, υπέγραψαν ιδιωτικά συμφωνητικά, με τα οποία φερόταν εκείνη ως ιδιοκτήτρια των σκαφών να μεταβιβάζει δύο από αυτά στον αντίδικο, λόγω πώλησης και να εισπράττει και το τίμημα. Η φερόμενη όμως ως πώληση ουδόλως ολοκληρώθηκε και τυπικά, καθώς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των σκαφών αυτών δεν μεταβλήθηκε στο νηολόγιο Ρόδου.
Τα ιδιωτικά αυτά συμφωνητικά ήταν, όπως ισχυρίζεται, εικονικά και οι περιεχόμενες σε αυτά δηλώσεις βουλήσεως ήταν φαινόμενες, αφού ουδεμία βούληση μεταβίβασης των σκαφών υπήρχε. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε και δεν προχώρησαν και στην μεταβολή των στοιχείων των σκαφών στο Νηολόγιο Ρόδου, ούτε δηλώθηκε η δήθεν αυτή μεταβίβαση στην εφορία.
Υποστηρίζει ακόμη ότι η εξουσιοδότηση που φέρεται να υπέγραψε, δίνοντας του την εντολή να μεταβιβάσει ή να εκμισθώσει τα σκάφη σε μονοπρόσωπη ΙΚΕ, είναι πλαστή. Ισχυρίζεται ότι κατοικούσε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη και δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής της στη Ρόδο.
Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι για πρώτη φορά κατάλαβε ότι την εκμεταλλεύεται βαρύνοντας το όνομά της με υποχρεώσεις, όταν το καλοκαίρι του έτους 2014 έλαβε τις πρώτες ειδοποιήσεις για υπέρογκες οφειλές, τις οποίες αγνοούσε παντελώς, αφού η όλη διαχείριση γινόταν από τον ίδιο. Ισχυρίζεται ότι όταν του ζήτησε το λόγο και απαίτησε να λογοδοτήσει για τη διαχείριση της επιχείρησης, προειδοποιώντας τον ότι θα διεκδικήσει τα δικαιώματά της, άρχισε να μεταλλάζει τη συμπεριφορά του απέναντί της, ενώ κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον της, αξιώνοντας να διορισθεί μεσεγγυούχος δύο σκαφών επειδή κινδύνευε η κυριότητά του, μέχρι να ασκήσει αγωγή προστασίας αυτής. Προσπάθησε, όπως υποστηρίζει, μάλιστα μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια να παραπλανήσει το Λιμεναρχείο Ρόδου, προσερχόμενος και ζητώντας να εγγραφούν στο νηολόγιο, τα εικονικά ιδιωτικά συμφωνητικά, με τα οποία εφέρετο να του μεταβιβάζει την κυριότητα δύο σκαφών, χωρίς μάλιστα να έχει πληρωθεί ο αναλογούν φόρος στη Δ.Ο.Υ.
Αναγκάστηκε τότε, να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση με την κατάθεση και δικής της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, περί προστασίας της νομής της επί των ανωτέρω σκαφών.
Επί της αιτήσεως του εναγομένου, εκδόθηκε απόφαση η οποία, αφού έκρινε ότι πιθανολογείται η εικονικότητα των ως άνω αναφερόμενων από το 2006 ιδιωτικών συμφωνητικών πώλησης, θεώρησε ότι η κυριότητα των δύο τουλάχιστον σκαφών της ανήκε, με αποτέλεσμα να απορρίψει την αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της δικής της αίτησης, άσκησε προφορικά ανταίτηση και ο εναγόμενος αξιώνοντας και πάλι να αναγνωρισθεί προσωρινώς νομέας των δύο σκαφών και να του αποδοθεί η χρήση ενός ακόμη.
Το Δικαστήριο για μία ακόμη φορά, έκρινε ότι ουδέποτε πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση των σκαφών, πιθανολογώντας και πάλι τη δική της κυριότητα, απορρίπτοντας έτσι την ανταίτησή του, ενώ όσον αφορά τη δική της αίτηση απερρίφθη για λόγους τυπικούς, αφού εκρίθη ότι δεν υφίστατο αξίωση για προσωρινή ρύθμιση της νομής των εννέα σκαφών, ενώ ως προς ένα έκρινε ότι δεν υπήρχε άμεση αμφισβήτηση της νομής της, που να δικαιολογεί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.
Η Δημοκρατική
Σύμφωνα με την αγωγή, που χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Μ. Τσέρκης, η ενάγουσα συνήψε με τον εναγόμενο μία άτυπη συμφωνία, ιδιόρρυθμης μεταξύ τους εταιρείας, κατά την οποία συμφώνησαν να λειτουργεί στο όνομά της μία επιχείρηση σκαφών αναψυχής, τα οποία ανήκαν στην κυριότητά της, με προσωπική εργασία από τον εναγόμενο, εισφορά από πλευράς της των σκαφών ιδιοκτησίας της, διαχείριση της επιχείρησής στο όνομά της αλλά με τη διενέργεια όλων των διαχειριστικών πράξεων από εκείνο, θέτοντας, όπου απαιτείτο, το δικό της όνομα, πληρωμή όλων των υποχρεώσεων από τη λειτουργία της επιχείρησης από αυτόν, ενώ είχε συμφωνηθεί ότι από τα κέρδη που θα προέκυπταν μετά την εξόφληση όλων των υποχρεώσεων ποσοστό 60% αυτών θα αποδίδονταν σε εκείνην, και 40% θα κρατούσε ο εναγόμενος.
Όπως ισχυρίζεται, η διαχείριση της επιχείρησης γινόταν αποκλειστικά από τον εναγόμενο, ενώ η ίδια το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απουσίαζε από τη Ρόδο, καθώς διέμενε μόνιμα και εργαζόταν στη Θεσσαλονίκη.
Στην πορεία όμως λειτουργίας αυτής της επιχείρησης, δημιουργήθηκαν μεγάλες οικονομικές υποχρεώσεις, προς τρίτους, μεταξύ των οποίων και στο Δημόσιο, στο Δήμο κλπ, οι οποίες βάρυναν εκείνη, αφού η επιχείρηση λειτουργούσε στο δικό της όνομα.
Μετά από προτροπή και πίεση του εναγομένου, όπως διατείνεται, χωρίς να την ενημερώσει για την πραγματική κατάσταση, ο οποίος ήθελε να αποφύγει τυχόν αναγκαστική εκτέλεση τρίτων δανειστών, υπέγραψαν ιδιωτικά συμφωνητικά, με τα οποία φερόταν εκείνη ως ιδιοκτήτρια των σκαφών να μεταβιβάζει δύο από αυτά στον αντίδικο, λόγω πώλησης και να εισπράττει και το τίμημα. Η φερόμενη όμως ως πώληση ουδόλως ολοκληρώθηκε και τυπικά, καθώς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των σκαφών αυτών δεν μεταβλήθηκε στο νηολόγιο Ρόδου.
Τα ιδιωτικά αυτά συμφωνητικά ήταν, όπως ισχυρίζεται, εικονικά και οι περιεχόμενες σε αυτά δηλώσεις βουλήσεως ήταν φαινόμενες, αφού ουδεμία βούληση μεταβίβασης των σκαφών υπήρχε. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε και δεν προχώρησαν και στην μεταβολή των στοιχείων των σκαφών στο Νηολόγιο Ρόδου, ούτε δηλώθηκε η δήθεν αυτή μεταβίβαση στην εφορία.
Υποστηρίζει ακόμη ότι η εξουσιοδότηση που φέρεται να υπέγραψε, δίνοντας του την εντολή να μεταβιβάσει ή να εκμισθώσει τα σκάφη σε μονοπρόσωπη ΙΚΕ, είναι πλαστή. Ισχυρίζεται ότι κατοικούσε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη και δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής της στη Ρόδο.
Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι για πρώτη φορά κατάλαβε ότι την εκμεταλλεύεται βαρύνοντας το όνομά της με υποχρεώσεις, όταν το καλοκαίρι του έτους 2014 έλαβε τις πρώτες ειδοποιήσεις για υπέρογκες οφειλές, τις οποίες αγνοούσε παντελώς, αφού η όλη διαχείριση γινόταν από τον ίδιο. Ισχυρίζεται ότι όταν του ζήτησε το λόγο και απαίτησε να λογοδοτήσει για τη διαχείριση της επιχείρησης, προειδοποιώντας τον ότι θα διεκδικήσει τα δικαιώματά της, άρχισε να μεταλλάζει τη συμπεριφορά του απέναντί της, ενώ κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον της, αξιώνοντας να διορισθεί μεσεγγυούχος δύο σκαφών επειδή κινδύνευε η κυριότητά του, μέχρι να ασκήσει αγωγή προστασίας αυτής. Προσπάθησε, όπως υποστηρίζει, μάλιστα μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια να παραπλανήσει το Λιμεναρχείο Ρόδου, προσερχόμενος και ζητώντας να εγγραφούν στο νηολόγιο, τα εικονικά ιδιωτικά συμφωνητικά, με τα οποία εφέρετο να του μεταβιβάζει την κυριότητα δύο σκαφών, χωρίς μάλιστα να έχει πληρωθεί ο αναλογούν φόρος στη Δ.Ο.Υ.
Αναγκάστηκε τότε, να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση με την κατάθεση και δικής της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, περί προστασίας της νομής της επί των ανωτέρω σκαφών.
Επί της αιτήσεως του εναγομένου, εκδόθηκε απόφαση η οποία, αφού έκρινε ότι πιθανολογείται η εικονικότητα των ως άνω αναφερόμενων από το 2006 ιδιωτικών συμφωνητικών πώλησης, θεώρησε ότι η κυριότητα των δύο τουλάχιστον σκαφών της ανήκε, με αποτέλεσμα να απορρίψει την αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της δικής της αίτησης, άσκησε προφορικά ανταίτηση και ο εναγόμενος αξιώνοντας και πάλι να αναγνωρισθεί προσωρινώς νομέας των δύο σκαφών και να του αποδοθεί η χρήση ενός ακόμη.
Το Δικαστήριο για μία ακόμη φορά, έκρινε ότι ουδέποτε πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση των σκαφών, πιθανολογώντας και πάλι τη δική της κυριότητα, απορρίπτοντας έτσι την ανταίτησή του, ενώ όσον αφορά τη δική της αίτηση απερρίφθη για λόγους τυπικούς, αφού εκρίθη ότι δεν υφίστατο αξίωση για προσωρινή ρύθμιση της νομής των εννέα σκαφών, ενώ ως προς ένα έκρινε ότι δεν υπήρχε άμεση αμφισβήτηση της νομής της, που να δικαιολογεί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.
Η Δημοκρατική
Σχόλια