«Για ποια Ελλάδα τελικώς μιλάμε»
Δημόσια παρέμβαση με επιστολή του σήμερα, κάνει ο εικαστικός Κώστας Τσόκλης και παρακινεί τους Έλληνες να είναι ενεργοί πολίτες, συμμετοχικοί στα κοινωνικά τεκταινόμενα και προτείνει «να αναρωτηθούμε ποιο θα πρέπει να είναι το καινούργιο συμβόλαιο που θα υπογράψουμε με τον εαυτό μας, δηλαδή με την Ελλάδα. Σαν άτομα όμως και όχι σαν οπαδοί κανενός» .
Στην επιστολή του με τίτλο «Για ποια Ελλάδα τελικώς μιλάμε», ο 86χρονος καλλιτέχνης τονίζει: « Δεν έχω συμβουλές να δώσω, ούτε το δρόμο της σωτηρίας να υποδείξω, εκθέτω μόνο τις δικές μου προσωπικές επιλογές, που είναι... να ποντάρουμε στον Πολιτισμό, χρησιμοποιώντας τον Τουρισμό όχι μόνο σαν πηγή πλουτισμού αλλά κυρίως σαν όχημα διάδοσης του εν δυνάμει αυτού Πολιτισμού. Προτιμώ μια πολιτισμένη χώρα και ας είναι φτωχή, παρά μια πλούσια χώρα άξεστων συμφεροντολόγων»
Ο καλλιτέχνης μιλά για «το Κράτος και γι’ αυτόν τον δυστυχώς χαλασμένο Λαό, (που ανάμεσά του κάποτε βρίσκεις ακατέργαστα διαμάντια)», ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει: «Εγώ, δεν δέχομαι και δεν αγαπώ σαν δικό μου, ένα λαό ξενοδόχων, μαγείρων, σερβιτόρων, φυλάκων, ξεναγών και ταξιδιωτικών πρακτόρων».
Υπερηφανεύεται και υπερασπίζει τον πολιτισμό που παρήγαγε η γενιά του, « έναν έστω λανθάνοντα, αλλά υπαρκτό σύγχρονο πολιτισμό, που εκφράστηκε από Έλληνες δημιουργούς οι οποίοι ζούσαν τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, τις δεκαετίες του '60, '70, και '80, και που διεθνώς αναγνωρίστηκε (παρά το τραύμα της βλακώδους και απεχθούς επταετίας). Και εκφράστηκε μέσω της Ποίησης της Λογοτεχνίας, της Μουσικής και των εκτελεστών της, των Εικαστικών Τεχνών, του Κινηματογράφου του Θεάτρου και της φιλοσοφίας. Και που δυστυχώς τείνει να σβηστεί από τη μνήμη των ξένων φίλων μας, αλλά ακόμη χειρότερα και από τις δικές μας μνήμες, που αντί να τις συντηρούμε και να τις διαδίδουμε, επιτρέψαμε να αντικατασταθούν από την εικόνα της διαφθοράς, της επανάληψης, της μίμησης, της μισαλλοδοξίας, της ξενολατρίας και της αναποτελεσματικής εξωτερικής και οικονομική μας πολιτικής που μας γονάτισε και μας εξευτέλισε τα τελευταία χρόνια».
Στην επιστολή του με τίτλο «Για ποια Ελλάδα τελικώς μιλάμε», ο 86χρονος καλλιτέχνης τονίζει: « Δεν έχω συμβουλές να δώσω, ούτε το δρόμο της σωτηρίας να υποδείξω, εκθέτω μόνο τις δικές μου προσωπικές επιλογές, που είναι... να ποντάρουμε στον Πολιτισμό, χρησιμοποιώντας τον Τουρισμό όχι μόνο σαν πηγή πλουτισμού αλλά κυρίως σαν όχημα διάδοσης του εν δυνάμει αυτού Πολιτισμού. Προτιμώ μια πολιτισμένη χώρα και ας είναι φτωχή, παρά μια πλούσια χώρα άξεστων συμφεροντολόγων»
Ο καλλιτέχνης μιλά για «το Κράτος και γι’ αυτόν τον δυστυχώς χαλασμένο Λαό, (που ανάμεσά του κάποτε βρίσκεις ακατέργαστα διαμάντια)», ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει: «Εγώ, δεν δέχομαι και δεν αγαπώ σαν δικό μου, ένα λαό ξενοδόχων, μαγείρων, σερβιτόρων, φυλάκων, ξεναγών και ταξιδιωτικών πρακτόρων».
Υπερηφανεύεται και υπερασπίζει τον πολιτισμό που παρήγαγε η γενιά του, « έναν έστω λανθάνοντα, αλλά υπαρκτό σύγχρονο πολιτισμό, που εκφράστηκε από Έλληνες δημιουργούς οι οποίοι ζούσαν τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, τις δεκαετίες του '60, '70, και '80, και που διεθνώς αναγνωρίστηκε (παρά το τραύμα της βλακώδους και απεχθούς επταετίας). Και εκφράστηκε μέσω της Ποίησης της Λογοτεχνίας, της Μουσικής και των εκτελεστών της, των Εικαστικών Τεχνών, του Κινηματογράφου του Θεάτρου και της φιλοσοφίας. Και που δυστυχώς τείνει να σβηστεί από τη μνήμη των ξένων φίλων μας, αλλά ακόμη χειρότερα και από τις δικές μας μνήμες, που αντί να τις συντηρούμε και να τις διαδίδουμε, επιτρέψαμε να αντικατασταθούν από την εικόνα της διαφθοράς, της επανάληψης, της μίμησης, της μισαλλοδοξίας, της ξενολατρίας και της αναποτελεσματικής εξωτερικής και οικονομική μας πολιτικής που μας γονάτισε και μας εξευτέλισε τα τελευταία χρόνια».
newsbeast
Σχόλια