Παρμενίδης ο προπάτορας της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης
Από την προσωπική σελίδα του καθηγητή Δρ Μάνου Δανέζη, πήραμε ένα απόσπασμα, από την φιλοσοφική θεμελίωση του Προσωκρατικού Παρμενίδη και ιδρυτή της επιστημονικής σκέψης.
Κορυφαία πνευματική προσωπικότητα της ελληνικής αρχαιότητας υπήρξε αναμφιβόλως και ο Παρμενίδης. Η σκέψη του Παρμενίδη επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τους μεταγενέστερους στοχαστές, ιδίως στα θεμελιώδη μεταφυσικά, οντολογικά και γνωσιολογικά προβλήματα και συνέδραμε καθοριστικά στην εξέλιξη και την πρόοδο της φιλοσοφίας. Με τον Παρμενίδη εγκαινιάζεται η επιστήμη της οντολογίας και προσδίδεται μεγαλύτερη αξία στη δύναμη του καθαρού λόγου για την έρευνα και τη γνώση του κόσμου.
Το συγγραφικό έργο του φιλοσόφου έχει τίτλο «Περί φύσεως» και αποτελεί ένα φιλοσοφικό ποίημα που καλύπτεται από έντονη θρησκευτική ατμόσφαιρα, με την έννοια ότι ο φιλόσοφος αποτυπώνει τη σκέψη του δια στόματος μιας ανώνυμης θεάς. Το έργο αυτό δεν έχει διασωθεί ολόκληρο παρά μόνο 19 αποσπάσματα και είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο.
Τα προς αλήθεια
Ο Παρμενίδης επιλέγει να μην μας παρουσιάσει από την αρχή του ποιήματος τη διδασκαλία του περί του είναι και του όντος, αυτή που δια στόματος της θεάς αποκαλεί αλήθεια, αλλά μας εισάγει σταδιακά στη φιλοσοφική του σκέψη. Έτσι η αρματοδρομία η οποία συμβολίζει την πορεία από την άγνοια στη γνώση, περιέχει ορισμένα σημαντικά στοιχεία που πρέπει να ερμηνευθούν ώστε να προσεγγίσουμε καλύτερα τις γνωσιολογικές και οντολογικές θέσεις του φιλοσόφου.
Τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής:
α) ὀ θυμός:
Ο Παρμενίδης επιλέγει να μην μας παρουσιάσει από την αρχή του ποιήματος τη διδασκαλία του περί του είναι και του όντος, αυτή που δια στόματος της θεάς αποκαλεί αλήθεια, αλλά μας εισάγει σταδιακά στη φιλοσοφική του σκέψη. Έτσι η αρματοδρομία η οποία συμβολίζει την πορεία από την άγνοια στη γνώση, περιέχει ορισμένα σημαντικά στοιχεία που πρέπει να ερμηνευθούν ώστε να προσεγγίσουμε καλύτερα τις γνωσιολογικές και οντολογικές θέσεις του φιλοσόφου.
Τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής:
α) ὀ θυμός:
Όπως στην πλατωνική φιλοσοφία η έννοια του Έρωτα εκφράζει την έντονη επιθυμία και την αγάπη για την κατάκτηση της γνώσης, έτσι και εδώ ο θυμός σημαίνει την ισχυρή θέληση της ψυχής να γνωρίσει τον κόσμο.
β) οἱ πολύφραστοι ἵπποι:
β) οἱ πολύφραστοι ἵπποι:
Οι λογικές δυνάμεις που κατευθύνουν το άρμα της ψυχής προς την ανακάλυψη της αλήθειας. Πολύφραστος σημαίνει προικισμένος με φρόνηση.
γ) ἡ πολύφημος ὁδός:
γ) ἡ πολύφημος ὁδός:
Η οδός που διατρέχουν οι λογικές δυνάμεις του ανθρώπου για να φθάσουν στη θέαση της αλήθειας. Η διαδρομή της γνώσης πραγματοποιείται δια μέσου όλων των πόλεων, « κατὰ πάντ’ ἄστη », δηλαδή μέσω πολλών σημείων της εμπειρικής πραγματικότητας από τα οποία ο άνθρωπος πρέπει να συσσωρεύει γνώσεις με το να εμβαθύνει σε αυτά, αναζητώντας τη σταθερή τους ουσία και να μην στέκεται στη φαινομενική εικόνα που αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του.
δ) ὁ εἰδὼς φώς:
δ) ὁ εἰδὼς φώς:
Ο σοφός άνδρας που οδεύει προς τη γνώση διατρέχοντας την πολύφημη οδό. Σοφός λοιπόν δεν είναι μόνο αυτό που κατέχει τη γνώση αλλά και αυτός που διαρκώς την αναζητεί.
ε) αἱἩλιάδες κόραι:
ε) αἱἩλιάδες κόραι:
Οι δυνάμεις που καθοδηγούν το άρμα της ψυχής στην οδό της έρευνας, προικίζοντας το νου του ανθρώπου με το φως της αγνότητας και της ιδιοτέλειας, διότι τότε μόνο κατακτάται η αληθινή γνώση.
στ) τά δώματα νυκτὸς:
στ) τά δώματα νυκτὸς:
Τα δώματα της νύχτας είναι το σημείο εκκίνησης της πνευματικής πορείας για την κατάκτηση της γνώσης και συμβολίζουν την άγνοια και την αμάθεια. Σε κάθε περίπτωση η γνώση θεωρείται ως επίκτητη και όχι ως έμφυτη.
ζ) αἱ αἰθέριαι Πύλαι:
ζ) αἱ αἰθέριαι Πύλαι:
Οι πύλες του αιθέρα είναι η οριοθέτηση των πεδίων της άγνοιας και της γνώσης, δηλαδή μεταξύ των δωμάτων της νυκτός και των ανακτόρων της αλήθειας.
η) ἡ Δίκη:
η) ἡ Δίκη:
Τις κλειδαριές των πυλών κρατεί η Δίκη. Η Δίκη είναι η μεταφυσική δύναμη που κρατά την όλη πραγματικότητα μέσα σε σταθερά όρια, απαγορεύοντας την κίνηση και την αλλαγή οι οποίες είναι μόνο επιφανειακές εντυπώσεις.
Αφού οι θυγατέρες του Ήλιου μίλησαν με γλυκούς λόγους στη Δίκη, την έπεισαν να αφαιρέσει το μοχλό από τις θύρες και τελικώς ο φιλόσοφος – αναβάτης φθάνει ενώπιον της θεάς, με την αρματοδρομία να λαμβάνει τέλος. Οι γλυκοί λόγοι συμβολίζουν ασφαλώς την αγνότητα της ψυχής του ανθρώπου που αναζητά την αλήθεια. Όταν η πνευματική αναζήτηση εξυπηρετεί σκοπούς, τότε προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια.
Η θεά η οποία κατέχει την αλήθεια, υποδέχεται με προθυμία τον ερευνητή και αρχικά του επισημαίνει πως στο δικό της δρόμο, το δρόμο της γνωστικής προσπάθειας, δεν τον έφερε κάποια κακή μοίρα αλλά η Θέμις και η Δίκη. Έχουμε τονίσει ότι η θεά συμβολίζει τη δύναμη της ενοράσεως. Η ενορατική λειτουργία του πνεύματος είναι απαραίτητο στοιχείο της γνωστικής διαδικασίας, διότι μέσω αυτής ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει ανώτερα νοήματα που δεν γίνονται αντιληπτά απ’ τις αισθήσεις. Άλλωστε σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους, μεγάλες ιδέες και σημαντικές θεωρίες έχουν ως υπόβαθρο υπερβατικούς υποθετικούς συλλογισμούς οι οποίοι επαληθεύονται μέσω λογικών μεθόδων.
Μετά το καλωσόρισμα, η θεά ανακοινώνει στον φιλόσοφο ότι πρέπει να μάθει τα πάντα, τόσο την ήρεμη και ακλόνητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας, όσο και τις δόξες των θνητών στις οποίες δεν υπάρχει αληθινή βεβαιότητα. Στο σημείο αυτό γίνεται ο διαχωρισμός του ποιήματος σε αλήθεια και δόξα. Ωστόσο η θεά αναγνωρίζει και μια τρίτη γνωστική περιοχή, εκείνη των δοκούντων, της οποίας η γνωσιολογική εγκυρότητα τοποθετείται ανάμεσα στην αλήθεια και τη δόξα. Αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα ότι τα δοκούντα σημαίνουν τις βασικές και δόκιμες αλήθειες για την ύπαρξη και τη λειτουργία του αισθητού κόσμου, για τις οποίες η θεά θεωρεί ότι είναι ανάγκη να γίνουν αποδεκτές.
Εν συνεχεία ο Παρμενίδης δια στόματος της θεάς μας εκθέτει τη γνωσιολογική και οντολογική του θεωρία, αυτή που ονομάζει αλήθεια, λέγοντας αρχικά ότι δύο είναι οι δρόμοι της έρευνας που γίνονται αποδεκτοί από τη νόηση: ο μεν ένας ότι υπάρχει το «είναι» και ότι δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει, και αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς (διότι ακολουθεί την αλήθεια), ο δε άλλος ότι δεν υπάρχει και ότι είναι ανάγκη να μην υπάρχει το «μη είναι». Η συμβουλή της θεάς προς τον ταξιδιώτη είναι να κατευθύνει τη σκέψη του μόνο προς τον πρώτο δρόμο και όχι προς τον δεύτερο τον οποίο θεωρεί απρόσιτο, διότι δεν είναι δυνατόν κάποιος να γνωρίσει το μη ον ούτε να το εκφράσει.
Και η εξήγηση αυτού του ισχυρισμού διατυπώνεται ως εξής: «είναι το ίδιο πράγμα το νοείν (η νόηση) με το είναι (την πραγματικότητα)». Συνεπώς κάτι το οποίο δεν έχει ύπαρξη, δεν δύναται να νοηθεί. Το νοείν ταυτίζεται με το είναι υπό την έννοια ότι στην Παρμενιδική φιλοσοφία το ον θεωρείται ως κάτι το νοητό και όχι υλικό, και έτσι στην προσπάθειά του ο άνθρωπος να ανακαλύψει το ον, οδηγεί αναγκαστικά τη σκέψη του στο να γίνει ένα με αυτό.
Το είναι όμως σε κάθε περίπτωση δεν δύναται να νοηθεί ως προέκταση, ως κατασκεύασμα του νοείν. Αυτό λένε οι στίχοι 34-36 του αποσπάσματος 8: «…είναι το αυτό το νοείν και εκείνο στο οποίο αναφέρεται η νόηση, διότι δεν είναι δυνατόν χωρίς το ον στο οποίο αναφέρεται η νόηση να βρεις το νοείν».
Η πρόταση αυτή λέει ασφαλώς ότι το νοείν, η νόηση υπάρχει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται αναγκαίως και απαραιτήτως το ον, ως αυθύπαρκτη νοητή οντότητα. Χωρίς την αυθυπαρξία του όντος δεν υφίσταται δυνατότητα του νοείν. Και εδώ ακριβώς είναι το σημείο που ο Παρμενίδης ανοίγει το δρόμο προς την επιστημονική έρευνα· θέτει τις βάσεις δηλαδή για την ανάπτυξη του επιστημονικού πνεύματος. Και τούτο διότι η επιστημονική έρευνα που σέβεται τον εαυτό της, πρέπει πρωτίστως να σέβεται και αναγνωρίζει την προτεραιότητα και την αξία του αντικειμένου που μελετά.
Αφού οι θυγατέρες του Ήλιου μίλησαν με γλυκούς λόγους στη Δίκη, την έπεισαν να αφαιρέσει το μοχλό από τις θύρες και τελικώς ο φιλόσοφος – αναβάτης φθάνει ενώπιον της θεάς, με την αρματοδρομία να λαμβάνει τέλος. Οι γλυκοί λόγοι συμβολίζουν ασφαλώς την αγνότητα της ψυχής του ανθρώπου που αναζητά την αλήθεια. Όταν η πνευματική αναζήτηση εξυπηρετεί σκοπούς, τότε προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια.
Η θεά η οποία κατέχει την αλήθεια, υποδέχεται με προθυμία τον ερευνητή και αρχικά του επισημαίνει πως στο δικό της δρόμο, το δρόμο της γνωστικής προσπάθειας, δεν τον έφερε κάποια κακή μοίρα αλλά η Θέμις και η Δίκη. Έχουμε τονίσει ότι η θεά συμβολίζει τη δύναμη της ενοράσεως. Η ενορατική λειτουργία του πνεύματος είναι απαραίτητο στοιχείο της γνωστικής διαδικασίας, διότι μέσω αυτής ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει ανώτερα νοήματα που δεν γίνονται αντιληπτά απ’ τις αισθήσεις. Άλλωστε σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους, μεγάλες ιδέες και σημαντικές θεωρίες έχουν ως υπόβαθρο υπερβατικούς υποθετικούς συλλογισμούς οι οποίοι επαληθεύονται μέσω λογικών μεθόδων.
Μετά το καλωσόρισμα, η θεά ανακοινώνει στον φιλόσοφο ότι πρέπει να μάθει τα πάντα, τόσο την ήρεμη και ακλόνητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας, όσο και τις δόξες των θνητών στις οποίες δεν υπάρχει αληθινή βεβαιότητα. Στο σημείο αυτό γίνεται ο διαχωρισμός του ποιήματος σε αλήθεια και δόξα. Ωστόσο η θεά αναγνωρίζει και μια τρίτη γνωστική περιοχή, εκείνη των δοκούντων, της οποίας η γνωσιολογική εγκυρότητα τοποθετείται ανάμεσα στην αλήθεια και τη δόξα. Αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα ότι τα δοκούντα σημαίνουν τις βασικές και δόκιμες αλήθειες για την ύπαρξη και τη λειτουργία του αισθητού κόσμου, για τις οποίες η θεά θεωρεί ότι είναι ανάγκη να γίνουν αποδεκτές.
Εν συνεχεία ο Παρμενίδης δια στόματος της θεάς μας εκθέτει τη γνωσιολογική και οντολογική του θεωρία, αυτή που ονομάζει αλήθεια, λέγοντας αρχικά ότι δύο είναι οι δρόμοι της έρευνας που γίνονται αποδεκτοί από τη νόηση: ο μεν ένας ότι υπάρχει το «είναι» και ότι δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει, και αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς (διότι ακολουθεί την αλήθεια), ο δε άλλος ότι δεν υπάρχει και ότι είναι ανάγκη να μην υπάρχει το «μη είναι». Η συμβουλή της θεάς προς τον ταξιδιώτη είναι να κατευθύνει τη σκέψη του μόνο προς τον πρώτο δρόμο και όχι προς τον δεύτερο τον οποίο θεωρεί απρόσιτο, διότι δεν είναι δυνατόν κάποιος να γνωρίσει το μη ον ούτε να το εκφράσει.
Και η εξήγηση αυτού του ισχυρισμού διατυπώνεται ως εξής: «είναι το ίδιο πράγμα το νοείν (η νόηση) με το είναι (την πραγματικότητα)». Συνεπώς κάτι το οποίο δεν έχει ύπαρξη, δεν δύναται να νοηθεί. Το νοείν ταυτίζεται με το είναι υπό την έννοια ότι στην Παρμενιδική φιλοσοφία το ον θεωρείται ως κάτι το νοητό και όχι υλικό, και έτσι στην προσπάθειά του ο άνθρωπος να ανακαλύψει το ον, οδηγεί αναγκαστικά τη σκέψη του στο να γίνει ένα με αυτό.
Το είναι όμως σε κάθε περίπτωση δεν δύναται να νοηθεί ως προέκταση, ως κατασκεύασμα του νοείν. Αυτό λένε οι στίχοι 34-36 του αποσπάσματος 8: «…είναι το αυτό το νοείν και εκείνο στο οποίο αναφέρεται η νόηση, διότι δεν είναι δυνατόν χωρίς το ον στο οποίο αναφέρεται η νόηση να βρεις το νοείν».
Η πρόταση αυτή λέει ασφαλώς ότι το νοείν, η νόηση υπάρχει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται αναγκαίως και απαραιτήτως το ον, ως αυθύπαρκτη νοητή οντότητα. Χωρίς την αυθυπαρξία του όντος δεν υφίσταται δυνατότητα του νοείν. Και εδώ ακριβώς είναι το σημείο που ο Παρμενίδης ανοίγει το δρόμο προς την επιστημονική έρευνα· θέτει τις βάσεις δηλαδή για την ανάπτυξη του επιστημονικού πνεύματος. Και τούτο διότι η επιστημονική έρευνα που σέβεται τον εαυτό της, πρέπει πρωτίστως να σέβεται και αναγνωρίζει την προτεραιότητα και την αξία του αντικειμένου που μελετά.
http://www.manosdanezis.gr/index.php/blog/459-2016-03-20-17-00-46
Σχόλια